λεοντόβασις

λεοντόβασις
λεοντό-βᾰσις, εως, ,
A base in form of a lion, IG22.1425.349, 381, 1544.64 (pl.), Roussel Cultes Egyptiens p.220, Michel832.45 ([place name] Samos).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λεοντόβασις — λεοντόβασις, ἡ (Α) βάση που έχει σχήμα λιονταριού ή ποδιού λιονταριού …   Dictionary of Greek

  • λεοντ(ο)- — (AM λεοντ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής, που ανάγεται στη λ. λέων (θ. λεοντ ) και έχει τη σημ. ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στο λιοντάρι (πρβλ. λεοντάγχης, λεοντοβότος, λεοντομάχος) ή έχει χαρακτηριστικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”